ὑποδεεστέρου

ὑποδεεστέρου
ὑποδεής
somewhat deficient
masc/neut gen comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποδεέστερος — η, ο / ὑποδεέστερος, έρα, ον, ΝΜΑ 1. κατώτερος σε αξία, τάξη, δύναμη ή ποιότητα (α. «ο δεύτερος υποψήφιος είναι φανερά υποδεέστερος σε σχέση με τον πρώτο» β. «μητρὸς ἀμύμονος πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου», Ηρόδ.) αρχ. μικρότερος, νεώτερος («ἡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”